- αναιμία
- Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε αιμοσφαιρίνη διατηρούνται σχετικά σταθερά, χάρη σε έναν πολύπλοκο μηχανισμό διατήρησης ισοζυγίας μεταξύ καταστροφής και παραγωγής τους. Α. προκαλείται: α) εξαιτίας απώλειας αίματος (αιμορραγία)· β) εξαιτίας αυξημένης καταστροφής των ερυθρών αιμοσφαιρίων και γ) εξαιτίας μειωμένης παραγωγής αυτών, με διαφορετικό βιολογικό μηχανισμό στην κάθε περίπτωση. Εάν η μείωση της αιμοσφαιρίνης και του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων γίνονται συγχρόνως, δηλαδή εάν στα ερυθρά αιμοσφαίρια παραμένει φυσιολογική η ποσότητα της αιμοσφαιρίνης, θα έχουμε α. ορθόχρωμη· εάν η μείωση της αιμοσφαιρίνης είναι αναλογικά μεγαλύτερη, θα έχουμε α. υπόχρωμη· εάν συμβαίνει το αντίθετο, θα έχουμε α. υπέρχρωμη. Τέλος, είναι δυνατόν να υπάρχει ανωμαλία στον όγκο των ερυθρών αιμοσφαιρίων, οπότε οι α. διακρίνονται σε ορθοκυτταρικές, μικροκυτταρικές και μεγαλοκυτταρικές, εάν ο όγκος τους είναι αντίστοιχα φυσιολογικός, μικρότερος ή μεγαλύτερος του φυσιολογικού.
Η α., ανεξάρτητα από την αιτία της, προκαλεί καταβολή των δυνάμεων, ιλίγγους, βούισμα στα αφτιά, ταχυκαρδία, μικρό και συχνό σφυγμό, ταχύπνοια, ωχρότητα.
Ορθόχρωμες α.Συχνότερα είναι αιμολυτικής αιτιολογίας. Οι αιμολυτικές α. χαρακτηρίζονται από υπέρμετρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και από αυξημένη παραγωγή αυτών. Αυτές συνήθως οφείλονται σε βιολογική ανωμαλία των ερυθρών αιμοσφαιρίων· πρόκειται για παθήσεις κληρονομικές και συγγενείς, που γενικά εκδηλώνονται στα πρώτα χρόνια της ζωής. Μερικοί τύποι αυτών των α. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι στις χώρες της Μεσογείου (μεσογειακή α. θαλασσαιμία νόσος του Κούλεϊ, δρεπανοκυτταρική α.). Γενικά, χαρακτηρίζονται από ωχρότητα, ίκτερο, διόγκωση του ήπατος και της σπλήνας. Η διάγνωση και ο διαχωρισμός τους σε διάφορους τύπους γίνεται σε αιματολογικά κέντρα με ειδικές αιματολογικές εξετάσεις. Ένας άλλος σημαντικός τύπος αιμολυτικής α. είναι η αιμολυντική α. ή ο αιμολυτικός ίκτερος των νεογνών, που οφείλεται σε ασυμβατότητα ομάδων αίματος του εμβρύου με εκείνο της μητέρας. Η συχνότερη τέτοια ασυμβατότητα είναι αυτή του παράγοντα Rh (ρέζους).
Υπόχρωμες α.Οφείλονται σε ελλιπή προσαγωγή, πλημμελή απορρόφηση ή αυξημένη απώλεια σιδήρου, εμφανίζουν γενικά συμπτώματα και πεπτικά ενοχλήματα που μοιάζουν με εκείνα της κακοήθους α., αλλά λείπουν οι νευροψυχικές διαταραχές, ενώ η αιματολογική εικόνα διαφέρει σημαντικά. Οι πιο γνωστές υπόχρωμες α. είναι η ιδιοπαθής υπόχρωμη α., άγνωστης αιτιολογίας, και η σιδηροπενική α. της βρεφικής ηλικίας, που οφείλεται στην αποκλειστική διατροφή με γάλα (είναι γνωστό ότι το γάλα είναι φτωχό σε σίδηρο). Ένας ιδιαίτερος τύπος αυτών των α. είναι η χλώρωση –σπανιότατη σήμερα, πιθανώς γιατί έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες της διατροφής–, η οποία παρουσιαζόταν σε νέες γυναίκες. Η θεραπευτική αγωγή όλων αυτών των υποχρώμων α. βασίζεται κυρίως στη χορήγηση σιδήρου σε υψηλές δόσεις από το στόμα ή ενδομυϊκώς. Τέλος, υπόχρωμες α. μπορεί να εμφανιστούν όταν δεν γίνεται απορρόφηση σιδήρου από το έντερο εξαιτίας γαστρεντερικών αλλοιώσεων, όταν γίνεται καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων εξαιτίας παθήσεων του ήπατος, των νεφρών, κακοηθών νεοπλασιών, ελονοσίας, λεϊσμανίασης και λοιμωδών νοσημάτων.
Υπέρχρωμες α.Οφείλονται σε ένδεια ή κακή χρήση ενός αντιαναιμικού παράγοντα, δηλαδή της βιταμίνης Β12 (εξωγενής παράγοντας) που για να απορροφηθεί απαιτεί την παρουσία μιας βλεννοπρωτεΐνης που εκκρίνεται από τα κύτταρα του στομαχικού βλεννογόνου (ενδογενής παράγοντας). Η πιο γνωστή υπέρχρωμη α. είναι η κακοήθης (την περιέγραψε για πρώτη φορά ο Άντισον στο Λονδίνο, το 1849), η οποία χαρακτηρίζεται, εκτός από τα γενικά συμπτώματα που αναφέραμε πιο πάνω, και από ειδικές μεταβολές του αίματος και του μυελού των οστών, από ατροφία του βλεννογόνου της γλώσσας και του στομάχου και συχνά από προσβολή του νευρικού συστήματος με ποικιλία νευροψυχικών εκδηλώσεων. Η θεραπεία γίνεται εύκολα με βιταμίνη Β12 και ηπατικά εκχυλίσματα. Υπέρχρωμες α., που μοιάζουν με την κακοήθη, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν κατά την εγκυμοσύνη (πιθανώς εξαιτίας υπέρμετρης κατανάλωσης αντιαναιμικών παραγόντων), κατόπιν ελλιπούς διατροφής και ως αποτέλεσμα λοίμωξης από την ταινία τη βοθριοκέφαλη, που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα ψάρια.
Στην κακοήθη αναιμία εμφανίζονται στο περιφερικό αίμα ανώμαλα ερυθρά αιμοσφαίρια και, μερικές φορές, ανώριμα αρχέγονα ερυθροκύτταρα, που ονομάζονται μεγαλοβλάστες.
* * *η (Α ἀναιμία) [ἄναιμος]1. αρχ. έλλειψη αίματος2. Ιατρ. η ελάττωση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή τής περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.
Dictionary of Greek. 2013.